- απόμοιρα
- ἀπόμοιρα, η (Α)μερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + μοίρα (< μείρομαι) «μερίδιο, μερδικό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπομοίρᾳ — ἀπομοίρᾱͅ , ἀπόμοιρα portion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμοιρα — portion fem nom/voc sg ἀπόμοιρος forming a branch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομοίρας — ἀπομοίρᾱς , ἀπόμοιρα portion fem acc pl ἀπομοίρᾱς , ἀπόμοιρα portion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομοιράσας — ἀπομοιρά̱σᾱς , ἀπομοιράζω fut part act fem acc pl (doric) ἀπομοιρά̱σᾱς , ἀπομοιράζω fut part act fem gen sg (doric) ἀπομοιράσᾱς , ἀπομοιράζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμοιραι — ἀπόμοιρα portion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόμοιραν — ἀπόμοιρα portion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)